Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2011

Μπάλα, ελιές και δακρυγόνα



Η πορεία τελειώνει, η νύχτα πέφτει, βγαίνω βόλτα στην πόλη. Προς Πλάκα, με τα πόδια, τα μέσα σταθερής τροχιάς είναι απροσπέλαστα, για λεωφορεία δεν το συζητώ καν. Θερμοκρασία ανεκτή, σκουπίδια παντού, η μυρωδιά του δακρυγόνου έντονη, αρκεί να περπατήσει κανείς λίγα λεπτά στη Βασιλίσσης Σοφίας. Καλύτερη επιλογή από Ζάππειο, εκεί δεν θα έχει φασαρίες. Το βλέμμα των αστυνομικών έντονο και εξεταστικό στην Ηρώδου του Αττικού, σε ενοχλητικό βαθμό θα έλεγα. Όταν περνάς δε, χωρίς να δίνεις σημασία, με μουσική, επίτηδες, θαρρείς πως γίνεται ακόμη πιο έντονο. Κλούβες παρκαρισμένες, ΜΑΤ με ασπίδες, ΥΜΕΤ  πιο χαλαρά. Προς την Πλάκα, ξέχειλοι κάδοι με μισοκαμένα σκουπίδια, αρκετοί τουρίστες παρατηρούν τα σημάδια από τα αυτοσχέδια εκρηκτικά και τα σπασμένα κομμάτια μαρμάρου, κάποιοι φωτογραφίζονται μπροστά από τους καμένους κάδους, όπως θα πόζαραν μπροστά από το Ερέχθειο. Σύγχρονος Αττικός πολιτισμός, η Αστική Δημοκρατία στα καλύτερα της.

Η συνονόματη φίλη μου, παρέα με συναδέλφους της Γερμανούς μουσικούς, έρχεται με μετρό στην Ακρόπολη. Έχουν μόλις γίνει συλλήψεις, ένα λευκό τουριστικό βανάκι είναι γεμάτο με κόσμο, γύρω ΜΑΤ μέχρι εκεί που βλέπει το μάτι σου. Πιο πέρα, ένας οπερατέρ τραβάει πλάνα και λέει στο κανάλι του να ετοιμαστούν για το μοντάζ.

Επόμενο δικό μας πλάνο στην Κυδαθηναίων, μακρόστενο τραπέζι στο Βρεττό, 2 Ασιάτες τουρίστες, ζευγάρι, μιλούν Ιαπωνικά, το παρατηρώ και χαμογελούν ευχαριστημένοι. Μόλις γύρισαν από Μύκονο και Σαντορίνη, το σκηνικό εκείνης της ημέρας στην Αθήνα ούτε που μπορούσαν να το φανταστούν. Φαίνονταν πολύ ευχαριστημένοι από την παραμονή τους στην Ελλάδα. Οι Γερμανοί, σαφώς πιο εκδηλωτικοί από τους Ιάπωνες, με ρωτούν τι πιστεύω ότι θα γίνει αν δεν ψηφιστεί «αυτό που γίνεται σήμερα στη Βουλή», αλλά δεν τους απασχολεί και ιδιαίτερα. Πιστεύουν ότι αυτή η κατάσταση θα εξαπλωθεί στην Ιταλία, την Ισπανία και τη Γαλλία.

-Στη Γερμανία; τους ρωτάω.
-Όχι, στη Γερμανία δεν είναι έτσι ο κόσμος, εμείς τα κάναμε παλιότερα αυτά, το σύστημα πλέον δεν επιτρέπει τέτοιες συμπεριφορές.
-Και με τα λεφτά, τις τράπεζες;
-Όχι, όχι, δεν υπάρχει περίπτωση.

Δεν θέλουν καν να το εξετάζουν ως ενδεχόμενο. Οι Γιαπωνέζοι προσπαθούν φιλότιμα να συμμετάσχουν στη συζήτηση, αλλά η αλήθεια είναι πως μάλλον έχουν χάσει αρκετά επεισόδια. Οι κουβέντες για πολυνομοσχέδια, τη Μέρκελ, τον Παπανδρέου και το haircut τους φαίνονται πιο ξένες κι από τα κινέζικα, από αυτά μπορούν τουλάχιστον να διαβάζουν τους χαρακτήρες. Είναι κάτι πολύ μακρινό γι’ αυτούς. Έλληνες, Γερμανοί και Γιαπωνέζοι, βιώνουν τελείως διαφορετικά την κατάσταση, στην καρδιά της πόλης, με τα δακρυγόνα να μην έχουν κατακάτσει ακόμη, όχι άδικα. Δεν τους αγγίζει, δεν τους αφορά.

Οι Γιαπωνέζοι απλά παρατηρούν, οι Γερμανοί θεωρούν ότι το πρόβλημα δεν πρόκειται να φτάσει στην πόρτα τους γιατί έχουν την μπάλα στο γήπεδο. Τι κι αν έχασαν από τον Ολυμπιακό, εκτός Καραϊσκάκη δεν τους λένε γηπεδικά συνθήματα. Παρεπιπτόντως, οι συγκεκριμένοι το 3-1 το φέρουν βαρέως και μου χτύπησαν τα περί διαφθοράς στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Από ό,τι κατάλαβα η ήττα δεν ήταν τόσο μεγάλο σοκ, η εναλλαγή από ένα ασφυκτικά γεμάτο γήπεδο με τόσο δυνατή έδρα, σε ένα κατασπασμένο κέντρο, μια μόλις ημέρα πριν την πρώτη διαδήλωση, με χιλιάδες κόσμου, ξύλο, δακρυγόνα. Δεν περίμεναν να βρουν το γήπεδο γεμάτο. Όταν τους είπα ότι οι ίδιοι άνθρωποι που πήγαν γήπεδο μπορεί έτσι απλά να κατέβηκαν στο κέντρο να διαδηλώσουν την επόμενη, δεν με πίστευαν.

Οι Γιαπωνέζοι πάλευαν να καταλάβουν πώς περάσαμε απ’ τη διαδήλωση στο ποδόσφαιρο. Μάταια, πρέπει να τους δυσκόλεψαν και τα αγγλικά των Γερμανών σε μεγάλο βαθμό, ομολογώ ότι και τα δικά μου φτωχά Ιαπωνικά δεν επεκτείνονται σε χρηματοοικονομικά και ποδοσφαιρικά χωράφια, όπως και τα δικά τους Αγγλικά, ούτε κατά διάνοια, αλλά άξιζε η προσπάθεια. Από μεριάς τους, όλο “sugoi!”, “so desu ne?” στα πιο σοβαρά και πολύ χαμόγελο.

Στο δρόμο της επιστροφής, κατάλαβα ότι μάλλον περισσότερο από τους άρτι  αφιχθέντες από Κυκλάδες Ιάπωνες και τους ταπεινωμένους ποδοσφαιρικά εν Πειραιεί Γερμανούς, περισσότερο με την κατάσταση στο κέντρο, την εικόνα που αντίκρισα σε συνδυασμό με το όλο κλίμα που επικράτησε τις ημέρες που πέρασαν σοκαρίστικα εγώ, παρά εκείνοι. Διαφορετικές προσλαμβάνουσες, άλλες κουλτούρες. Όλα στο ίδιο τραπέζι, με τις ίδιες μπύρες και ελιές Καλαμών.

Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο στο aixmi.gr

Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2011

27 λεπτά



Τόσο το έκανα με τα πόδια χθες, 11:57’ – 00:24’. Στις 00:25’ ήμουν ήδη στο ασανσέρ για το σπίτι. Ούτε τρέξιμο, ούτε πολύ χαλαρά. Παρέα με Sébastien Tellier, πέρασα στο 1ο μέρος της 4ης Συμφωνίας του Beethoven, κατόπιν σε Caribou και μέχρι να γυρίσω το κλειδί και να μπω στο σπίτι, έπαιζε Moulinex. Ανακατεμένα θα πεις.
Ποιος ορίζει το soundtrack της στιγμής; Όσον αφορά τη μουσική στα αυτιά μου, η ανθολόγηση είναι δική μου δουλειά, τι θα ταιριάξει με τι, ξεκινά από την τύχη, ένας αλγόριθμος θυμάται τις προτιμήσεις μου όταν διαλέγει για μένα από τα 1000 κομμάτια που χωρούν στην παλάμη μου.



Από την Κυδαθηναίων, τέρμα τη Μονής Αστερίου, και Αμαλίας. Έντονη η μυρωδιά του καμένου ακόμη, μηχανήματα του δήμου καθαρίζουν το δρόμο από τις σπασμένες ορθομαρμαρώσεις, οδοκαθαριστές με μάνικες ρίχνουν νερό με πίεση, να ξεπλύνουν τα συντρίμμια της διαδήλωσης. Κάψιμο από τα δακρυγόνα, ανακατεμένο με τη κλασσική πλέον κατουρίλα στο ύψος του Εθνικού Κήπου, δίπλα στο περίπτερο.



Περπατώ στο εντελώς άδειο οδόστρωμα, δεν κυκλοφορεί ψυχή και είναι μόλις μεσάνυχτα. Η πόλη γυαλίζει από το νερό, βλέπω τους ευζώνους να μπαίνουν στο μνημείο του άγνωστου στρατιώτη, παρέα με το συνοδό τους στο χακί. Κοντοστέκομαι, βγάζω τα ακουστικά και παρακολουθώ την αλλαγή φρουράς, ακούγεται ο Beethoven, του λέω να σωπάσει με το δάχτυλό μου στην τσέπη, υπακούει. Είμαι μόνη, στην καρδιά της πόλης, απέναντι από το ναό της Δημοκρατίας.



Λίγες ώρες πριν εκεί μέσα, ψηφίστηκε το πολυνομοσχέδιο υπό την απειλή της μη εκταμίευσης της 6ης δόσης του δανείου, ναι, αυτής που το Σεπτέμβρη είχαμε σίγουρη. Αφήνω τις σκέψεις στην άκρη και συνεχίζω να κοιτώ την αλλαγή φρουράς, στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, που κάποιοι δεν σεβάστηκαν προχτές. Όποιοι κι αν είναι, με όση οργή και εάν πέταξαν το αναμμένο μπουκάλι, δεν το εξετάζω, δεν με αφορά.

Η αλλαγή έγινε, στρίβουμε όλοι μαζί στη Βασιλίσσης Σοφίας, το βήμα μου είναι πιο γρήγορο, ο Beethoven συνεχίζει να παίζει, με κοιτούν τρεις αστυνομικοί έξω από τη λέσχη των Αξιωματικών, έχω μετρήσει ήδη πάνω από δέκα παρατημένους καφέδες και νερά στη μαρμαροποδιά του κήπου, όλα είναι κάπως, περάσαμε και σε ήχους electro, αναρωτιέμαι τι βγήκε από όλη αυτή την ιστορία.

Ένας βουλευτής μείον στο κυβερνόν κόμμα, το νομοσχέδιο ψηφίστηκε και η πόλη μετράει πληγές. Κερδήθηκαν εντυπώσεις, άνοιξαν κεφάλια, ξοδεύτηκαν τόνοι χημικών, εκτοξεύθηκαν νταμάρια ολόκληρα λαμπρό Πεντελικό μάρμαρο από Έλληνα σε Έλληνα και η χώρα πήρε τη δόση της. Για να μην πονάει, όπως κάνουν οι εξαθλιωμένοι ναρκομανείς κάθε μέρα στις πιάτσες.



Χωρίς κάποια πρόταση, χωρίς αύριο. Μέχρι να πεθάνουμε ως κοινωνία και να μας μαζέψουν απ’ το πεζοδρόμιο.

Διαβάστε το άρθρο στο maga.gr

Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2011

Γιαούρτι, φωνή, παραπολιτική



Παραπολιτική. Η μητέρα όλων των μαχών.

Από τις αρχές τις δεκαετίας του ’90 που μπορώ να θυμηθώ τις εφημερίδες, πάντα ένα κομμάτι τους ήταν αφιερωμένο στον ελαφρό -κατά κάποιους- σχολιασμό των πολιτικών προσώπων της επικαιρότητας. Τι έφαγαν και, κυρίως, με ποιους το έφαγαν, καβγάδες, συσχετισμοί, κουτσομπολιά. Ορισμένοι πολιτικοί, κυρίως δυνατές και χαρισματικές προσωπικότητες, είχαν ανέκαθεν το χάρισμα είτε να τροφοδοτούν τα έντυπα με τη συμπεριφορά και το ταμπεραμέντο τους, είτε να υποχρεώνουν τους οικοδεσπότες της εκάστοτε στήλης να σκαρφίζονται τα απίστευτα ή να κάνουν την τρίχα τριχιά, ώστε να συζητηθεί το όνομα τους για πράγματα και καταστάσεις συχνά παντελώς άσχετα με τις πολιτικές τους επιλογές.

Τον τελευταίο καιρό, η πολιτική εκπίπτει στα μάτια του πολίτη καθημερινά. Οι στήλες με τα παραπολιτικά έχουν αντικαταστήσει τους διαλόγους στα γεύματα και τις βραδυνές εξόδους μεταξύ άλλοτε δελφίνων, με σκηνές καταδίωξης των πολιτικών ανδρών και γυναικών της χώρας από αγανακτισμένους, ξεβολεμένους και αρκετές φορές αγουροξυπνημένους πολίτες. Συνήθως η καταδίωξη συνοδεύεται από εκτόξευση νωπών, κυρίως, προϊόντων από το καλάθι της νοικοκυράς.

Κατακριτέα από μεριάς μου ως αντίδραση, το στραγγιστό γιαούρτι ουδέποτε βοήθησε στον ειλικρινή διάλογο. Κι αν δεν πιστεύετε ότι ο διάλογος μεταξύ πολιτικού και πολίτη μπορεί να είναι ειλικρινής, έστω. Ακόμη και ο διάλογος με μάσκες και ψέματα είναι καλύτερος από το αυγό και το γιαούρτι. Από τη βία, γενικώς.

Το αυτό ισχύει και για τη λεκτική βία, φυσικά. Όταν δε αυτή ασκείται μεταξύ συναδέλφων, πολιτικών εντός επιτροπής της Βουλής με σοβαρό θέμα συζήτησης και συγκεκριμένα στην Επιτροπή Οικονομικών, η οποία συζητά για τον προϋπολογισμό, τα πράγματα είναι πολύ πιο σοβαρά. Το να πει κανείς ότι σοκάρεται στο άκουσμα του διαλόγου θα ήταν τρελή υποκρισία, όπως και η αναπαραγωγή του καθαρή κατινιά. Όσοι σοκάρονται δεν έχουν παρά να περάσουν έξω από μια οποιαδήποτε συνέλευση χρωματισμένων συνδικαλιστικών οργάνων. Από φοιτητικούς συλλόγους, μέχρι επιμελητήρια.

Όσο, λοιπόν, καταφεύγουμε σε βία δεν υπάρχει διάλογος. Χωρίς το διάλογο δεν μπορεί να προκύψει λύση. Πόσο μάλλον στη Βουλή των Ελλήνων, το “Ναό της Δημοκρατίας” και άλλα ξύλινα. Από αυτά, δόξα το Θεό, χορτάσαμε.

Όσον αφορά τον καβγά στην επιτροπή, θα μείνω στην ατάκα που εκστόμισε ο κ. Κεφαλογιάννης, μετά την λήξη του επεισοδίου με την κα. Παπανδρέου. “Τις γυναίκες δεν τις χτυπάμε ούτε με τριαντάφυλλο”.

Αν θέλετε τη γνώμη μου, ελάχιστα χαριτωμένο, 100% σεξιστικό σχόλιο -κι αυτό όχι επειδή το στερνό μου ζεύγος στον καρυότυπο είναι ΧΧ. Να φανταστώ αν αντί της κας. Παπανδρέου στο Προεδρείο της επιτροπής ήταν άντρας, θα είχαν υλικό οι μονταζιέρες για τα δελτία το βράδυ.

Και, τέλος πάντων, αφού οι πολιτικοί τους οποίους οι ίδιοι οι πολίτες έχουν στείλει με την ψήφο τους στη Βουλή και τις επιτροπές αυτής, δεν φαίνεται να μπορούν να κάνουν διάλογο σε ένα επίπεδο, καλό θα ήταν οι πολίτες οι ίδιοι να “διδάξουν” τη διαλεκτική. Αν δοκιμάσουμε να στείλουμε μια επιστολή αντί για γιαούρτι και αβγό, μπορούμε εξοικονομώντας τρόφιμα για το καθημερινό μας τραπέζι να βάλουμε τον άνθρωπο στον οποίο απευθυνόμαστε σε σαφώς βαθύτερο προβληματισμό από τον κόπο του να αλλάξει ένα σακάκι. Σίγουρα, δεν θα το δείξουν τα δελτία των 8. Όπως και πιθανόν αν δεν γινόταν χρήση λεκτικής βίας σήμερα στην επιτροπή να μη μαθαίναμε για τη συνεδρίαση. Αλλά, για μισό λεπτό. Ενδιαφέρθηκε κανείς να μάθει τι συζητήθηκε; Όχι. Όλοι έμειναν στην κόντρα, γιατί πουλάει περισσότερο ως θέμα τελικά. Μήπως, τελικά, στο βωμό της εκτόνωσης της έντασης της στιγμής, μέσω της χρήσης οποιουδήποτε είδους βίας χάνεται η ουσία; Μήπως μέσω της παράκαμψης του διαλόγου πετάμε κάθε μέρα εργαλεία της Δημοκρατίας στα σκουπίδια;

Μήπως, τελικά, πολίτες και πολιτικοί πρέπει να καταλάβουμε ότι με τις φωνές και τα γιαούρτια δεν βάφονται αυγά;
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο στο aixmi.gr

Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2011

Steve Jobs: Groupies, Σχετικότητα και Παρακεταμόλη

Steve Jobs: Groupies, Σχετικότητα και Παρακεταμόλη


Να εξηγηθούμε από την αρχή. Γράφω από Macintosh, όχι σε .docx ή .doc, αλλά σε .pages, από επιλογή. Το τηλέφωνο μου δεν είναι και τόσο έξυπνο, ανήκει στην κατηγορία του δύσχρηστου και ημίχαζου, αλλά η μουσική μου είναι πάντα στην τσάντα ή την τσέπη μου, από το σχολείο, από τις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου. Από το 2o έτος δε, με σήμα το μηλαράκι. Τονίζω λοιπόν ότι δεν έχω κολλήματα, ούτε εναντίον της Apple, ούτε εναντίον του μακαρίτη. Ποιού μακαρίτη; Του Steve Jobs ντε.

Όλα είναι εργαλεία και είναι στο χέρι του καθενός αν θα τα χρησιμοποιήσει σωστά ή όχι. Το οποιοδήποτε εργαλείο άλλωστε, χωρίς το μυαλό δεν μπορεί (ακόμη) να παράξει. Ούτε επιστήμη, ούτε μουσική, ούτε γραφιστική, ούτε λόγο. Η παραγωγικότητα και η ευκολία δεν είναι σε καμία περίπτωση όλο το μέρος της δουλειάς. Φυσικά και είναι πάντα ωραίο και ευχάριστο να δουλεύει γρήγορα και καλά ο υπολογιστής σου, να πηγαίνει το internet σου σφαίρα, σε βοηθά να κάνεις τη δουλειά σου πιο γρήγορα. Ή αν δεν δουλεύεις, να χαζέψεις με όσο το δυνατόν περισσότερα πράγματα μπορείς.



Πληροφορήθηκα λοιπόν τον θάνατο του Jobs μέσα από το ίδιο του το μηχάνημα, από το εργαλείο. Είναι λίγο περίεργο αν το σκεφτεί κανείς, αλλά τελικά μπορεί και όχι. Γιατί; Γιατί κάθε μέρα, κάθε τι που υπάρχει στο χώρο που κινούμαστε και ζούμε, κάθε κατασκεύασμα κρύβει από πίσω του ένα ή περισσότερα μυαλά, πατέντες, ψυχές, εργασία και φυσικά μπόλικο marketing. Το όνομα του Jobs εμφανίζει υπερδιπλάσια αποτελέσματα από τη Marie Curie στο Google (τι πα να πει ποια είναι η Curie;). Θα μου πει κάποιος, ο Albert Einstein όμως, έχει περισσότερα από τον Jobs. Ναι, για κάτσε, τη δεκαετία του ’20 δεν πήρε ο Einstein το Nobel Φυσικής; Μα πιο mainstream φιγούρα στην επιστήμη δεν υπάρχει και ίσως δεν θα υπάρξει και ποτέ. Τι κι αν τα netrino πάνε πιο γρήγορα απ’ την ταχύτητα του φωτός, δεν έχει και πολλή σημασία. Η εικόνα προς τα έξω μετρά γι’ αυτό το πρόσωπο. Άλλωστε ένα πολύ μικρό κομμάτι του κόσμου που αναγνωρίζει το πρόσωπο του ξέρει το επιστημονικό του έργο. Δεν είναι και τόσο εύκολο να το κατανοήσει κανείς πλήρως, εδώ που τα λέμε, αλλά οι περισσότεροι μάλλον δεν έχουν ούτε μια γενική ιδέα. Άσχετοι για τα περί σχετικότητος σαν να λέμε.

Φυσικά κι όταν μας άφησε χρόνους ο Albert δεν υπήρχε ούτε internet, ούτε κοινωνικά δίκτυα για να γίνει τέτοιο flooding λόγου, θρήνου και εικόνας. Και παράτα τον στην άκρη αυτόν, εντάξει, είναι λυπηρό να πεθαίνει από καρκίνο ένας άνθρωπος στα 56 του χρόνια. Πόσο μάλλον όταν είναι δημιουργικός και χαρισματικός. Αλλά δεν μπορώ να καταλάβω την υστερία. Έχουμε μπερδέψει τους καινοτόμους επιχειρηματίες με τους ανθρώπους του πνεύματος, των γραμμάτων και των επιστημών. Θα μου πείτε, ναι, αυτός ξεκίνησε στο garage των γονιών του για να φτιάξει τον πρώτο του υπολογιστή.



Ναι, αλλά και σήμερα παρόλο που είχα υπολογιστή, το ότι γράφω τώρα αυτό το κείμενο οφείλεται στην έρευνα των ανθρώπων όπως ο Harmon Northrop Morse και ο Julius Axelrod, ο οποίος πήρε και Nobel Ιατρικής, για την έρευνα τους σχετικά με τα αναλγητικά. Παρακεταμόλη. Ποιος τους ξέρει; Κανένας. Ποιος κάνει χρήση της έρευνας τους; Όλοι μας, τουλάχιστον μια φορά το χρόνο. Δεν σας λέω για θεωρίες σχετικότητας και Ράδιο, Πολώνιο κτλ. Παρακεταμόλη. Τους ξέρατε; Όχι ε; Κανένας. Απόλυτα λογικό, όπως δεν ξέρετε κι αυτόν ο οποίος ανακάλυψε το πυρίτιο. Γιατί να σας νοιάζει; Χωρίς ημιαγωγούς δεν θα υπήρχε υψηλή τεχνολογία ούτε Apple φυσικά. Είναι ο Antoine Lavoisier, μέγιστος χημικός του 18ου Αιώνα.

Καινοτόμοι ερευνητές, χωρίς groupies. Και δεν φταίει η εποχή. Οι μεγάλοι επιστήμονες της εποχής μας παραμένουν άγνωστοι στο ευρύ κοινό γιατί δεν τους δείχνει η τηλεόραση, άντε να τους δοθούν 3 λεπτά μια εκπομπή για τις ανακαλύψεις τους, μετά από παρουσιάσεις σε συνέδριο. Χωρίς events, hashtags, άρθρα σε blog. Όχι επειδή δεν προσφέρουν γνώση και καινοτομία στο κοινωνικό σύνολο. Δεν είναι σταρ, ακόμα και αν πάρουν καποια μεγάλη διάκριση, δεν θα γίνουν σταρ.

Ας τα δούμε λοιπόν λιγάκι διαφορετικά τα πράγματα. Όπως λοιπόν λυπάται ένας Apple fan για τον πρόωρο χαμό της “ψυχής της εταιρίας”, του ανθρώπου που ήξερε να δημιουργεί ανάγκες στο κοινό της, στους πελάτες του, να θυμόμαστε όταν πιάνουμε ένα ραδιόφωνο στα χέρια μας τον Guglielmo Marconi, τον Thomas Edison, τον Nikola Tesla. Κι αυτοί είναι μόνον οι μεγάλοι. Όπως και πίσω από την τεχνολογία του Mac που γράφω αυτή τη στιγμή είναι τόσος κόσμος, πατέντες, υλικά, τεχνολογία. Αν η εταιρεία που τον εμπορεύεται θέλει να μου τον πουλήσει ως ακόμη μια ιδέα του Jobs, οk. Μπορεί να είναι κι έτσι.



Αλλά πειράζει που όποτε κοιτάω το αλουμινένιο σώμα του υπολογιστή μου σκέφτομαι την ανοδίωση του αλουμινίου και πως μπορεί να ανακαλύφθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα; Εντάξει, ωραίο είναι και το φωτάκι όταν πέφτει ο υπολογιστής για ύπνο, που αναβοσβήνει με το ρυθμό της ανθρώπινης αναπνοής, είναι η λεπτομέρεια. Όμορφο πολύ.

Αλλά στην τελική μέσα από αγαπημένα μάτια και ανθρώπους αναπνέουμε, όχι από τη φωτεινή οπή του υπολογιστή μου. Μην τρελαθούμε.

Διαβάστε το άρθρο στο maga.gr

Θα τα πούμε στα Δικαστήρια;



Κι αν ναι, πότε; Η πατρίδα μας, αυτή με τους κάμπους τα άσπαρτα βουνά, τον ήλιο της που χρυσολάμπει που λέει και ο ποιητής Ι. Πολέμης, κατοικείται από έντεκα και κάτι εκατομμύρια ψυχές. 11.329.618 τις μέτρησε η Eurostat για την αρχή του 2011. Σώπα, είμαστε περισσότεροι από τους Σουηδούς, μαγεία. Κάτι είναι κι αυτό.


Για το ίδιο χρονικό διάστημα, στην Ελλάδα πάντοτε, εκκρεμούν πάνω από 445.000 υποθέσεις, στις Εισαγγελίες Εφετών, Πρωτοδικών και στα Πρωτοδικεία. Τα ποινικά, όχι τα αστικά. Σαν να λέμε ότι εκκρεμεί μια υπόθεση ανά 25 κατοίκους. Πιο σωστά, επειδή σπανίως αντιδικεί κανείς με τον καθρέπτη, εκτός αν είναι κλινική περίπτωση, σε πιο ρεαλιστικά πλαίσια φτάνουμε σε μια υπόθεση ανά 12 κατοίκους, σε περίπτωση που εμπλέκονται μόνο 2 αντίδικοι. Επειδή αυτό συμβαίνει σπανίως, ο παρονομαστής μικραίνει.

Οι άνθρωποι όμως δεν είναι αριθμοί. Η βασανιστικά αργή απόδοση Δικαιοσύνης, αφορά σχεδόν κάθε σπίτι. Οι αγωγές στην καλύτερη των περιπτώσεων εκδικάζονται σε 1-2 χρόνια, ανάλογα με τις αναβολές και μπορεί να φτάσουν και την πενταετία, εύκολα. Να αδειάζει το πινάκιο μου είπε μια φίλη δικηγόρος. Τον δικαστή της έδρας δεν τον αφορά, αν τη δικαιούται, θα την δώσει την αναβολή, για ψύλλου πήδημα, να τελειώνει η υπόθεση. Έτσι γίνεται, αναβολή κανένα τετράμηνο στην καλύτερη των περιπτώσεων. Τα ποινικά δε, τραβάνε χρόνια και “καθαρίζουν” στη δεκαετία. Ανάλογα λέει πόσοι μάρτυρες είναι, αρρωσταίνει ο ένας, τον πονάει το νύχι στο μεγάλο δάχτυλο ο άλλος.



Εν τω μεταξύ, οι εμπλεκόμενοι και το περιβάλλον τους περνούν τις νύχτες άυπνοι, φρενάρουν πλάνα ζωής, καπνίζονται χωράφια καπνού, χάνονται εκτάσεις ολόκληρες στη χαρτούρα, δένονται δεκάδες κόμποι σε γραβάτες δικηγόρων. Το κράτος πληρώνει ένα κάρο λεφτά για προφυλακίσεις στα ήδη τιγκαρισμένα σωφρονιστικά καταστήματα, με κόσμο που δεν μπορεί να απελαθεί γιατί έχει δηλώσει ότι είναι από χώρα που δικαιούται άσυλο και έχει μπει στη χώρα με σκισμένα χαρτιά, βαποράκια, χρήστες, εμπόρους ναρκωτικών, μαφιόζους ότι εθνικότητας μπορείς να φανταστείς, παράδεισος.

Πριν κάποιους μήνες, το Υπουργείο Δικαιοσύνης στην προσπάθεια του να αποσυμφορήσει σωφρονιστικά καταστήματα και δικαστήρια, μετέτρεψε κακουργήματα σε πλημμελήματα και αντιστοίχως πλημμελήματα σε πταίσματα.
φτάνει η όλη διαδικασία να είναι μαρτύριο, μια ψυχοφθόρα εμετική παρωδία
Ακολούθησε η γνωστή ιστορία περί αποποινικοποίησης, η οποία για να μην αδικήσουμε το Υπουργείο, εστιάζει και σε θέματα αντιμετώπισης των χρηστών γενικότερα.

Η ανεπάρκεια των δικαστηρίων, ο περιορισμός των αναβολών και άλλα μέτρα τα οποία σε κάποιον, ο οποίος είναι έξω απ’ τον χορό, μοιάζουν αυτονόητα, αποφασίζονται τελευταία, σήμερα, ένα τσικ πριν την πτώχευση και με το μαχαίρι στο λαιμό γενικώς και ειδικώς. Δεν πήγαν στην Ευελπίδων αυτή την εβδομάδα τα 2/3 της Τροΐκα για περίπατο, καφέ, κους κους και να θαυμάσουν την αρχιτεκτονική. Μην τρελαθούμε, έτσι;



Μετά σκέφτομαι, πως η απόδοση της δικαιοσύνης είναι υποκειμενική ως έννοια για τον καθένα, τι πλημμέλημα, τι πταίσμα σου λέει. Έτσι κι αλλιώς, αν δεν είναι κατινίστικα θέματα και λεφτά, για τα πιο σοβαρά, η απόδοση Δικαιοσύνης μοιάζει τόσο ψιλά γράμματα από ένα σημείο και μετά, που φτάνει η όλη διαδικασία να είναι μαρτύριο, μια ψυχοφθόρα εμετική παρωδία αυτού που είχες στο μυαλό σου στην αρχή.

Μόνο στις σειρές του Φώσκολου και στις ταινίες υπάρχει δικαίωση και αγκαλιές με δάκρυα στα μάτια. Στην αληθινή ζωή, παίζει πιο πολύ το δέυτερο. Φυσικά και δεν συγχέω δικαίωση και Δικαιοσύνη, δεν είναι πάντοτε το ίδιο. Αλλά είναι γεγονός ότι όταν τραβάει μια ιστορία και ο πολίτης δεν εμπιστεύεται τους μηχανισμούς απόδοσης Δικαιοσύνης, δεν περιμένει πολλά.

Από την άλλη μεριά, οι δικαστικοί λειτουργοί είναι κάτι σαν τους ιατροδικαστές, βλέπουν τόσες υποθέσεις την ημέρα, δεν σοκάρονται το ίδιο εύκολα, φυσικό είναι από ένα σημείο κι έπειτα. Δεν είναι πάντοτε ίσως τόσο “τυφλοί” όσο θα θέλαμε και προφανώς βλέπουν και τα πιο πρακτικά θέματα της ιστορίας, τα οποία εμείς ούτε να τα φανταστούμε μπορούμε. Δουλειά τους είναι όμως και υποτίθεται ότι πληρώνονται επαρκώς για να είναι θεότυφλοι.

Οι δικηγόροι προφανώς και θα κάνουν το καλύτερο για τον πελάτη τους, χωρίς να υπολογίσουν τη ζημιά που θα πάθει ο αντίδικος κι ας μη πούνε την αλήθεια. Άλλωστε το Ευαγγέλιο δεν παίρνει φωτιά αν πεις ψέματα, δεν το καταλαβαίνει και κανέις. Ψιλά γράμματα. Αυτό είναι γεγονός. Δεν περιμένει κανένας να αλλάξει αυτό. Αλλά όχι και να σέρνεσαι στα δικαστήρια για μια δεκαετία και το κράτος να προσπαθεί να σε πείσει ότι έχει κάνει τα αδύνατα δυνατά για να αποδοθεί η Δικαιοσύνη στην ώρα της.


Όχι τιποτ’ άλλο, κιτρινίζει και η χαρτούρα σε μια δεκαετία. Too much.
Διαβάστε το άρθρο στο maga.gr

Άνθρωποι της γενιάς μου



Δανείζομαι από τους AbOvo:

“Ελλάδα 2011. Μια χώρα σε αποσύνθεση. Χρέος, ανεργία, αγανάκτηση, οικονομική καταστροφή. Ένας ολόκληρος λαός σε πανικό και απελπισία. Ποιος μπορεί αυτήν την ύστατη στιγμή να σώσει τη χώρα; Το Ίδρυμα.”

Αυτοί είναι οι τίτλοι αρχής που επέλεξε αυτή η θεατρική ομάδα, η οποία προσπαθεί με ένα ιδιαίτερα καυστικό χιούμορ να αναδείξει τα στραβά και τα ανάποδα που όλου αρνούμαστε να κοιτάξουμε, αυτά που μας έφεραν ως εδώ.



Άνθρωποι της γενιάς μου. Παραγωγικές δυνάμεις, ή μάλλον άνθρωποι σε παραγωγική ηλικία σε μια χώρα σε ύφεση, όπου το “ένας εργαζόμενος ανά οικογένεια” αρκετά σύντομα θα φαντάζει βεβαιότητα.

Δυο πολύ καλοί φίλοι, ζευγάρι, μένουν μαζί, έκαναν σε δύσκολους καιρούς το βήμα να μείνουν μαζί και θέλω να τα καταφέρουν. Δεν βγαίνουμε έξω, αρκούμαστε σε μια μπύρα στο μπαλκόνι, εμένα μια μπύρα, ένα φαγάκι μαζί τους και 2 κουβέντες με κάλυπταν, με καλύπτουν και θα με καλύπτουν πάντα.

Ο κολλητός μου, είπε ατάκα, “όσο βγαίνουν ακόμα οι βενζίνες για να κάνουμε καμία βόλτα μέχρι το Αττικό Άλσος με το micra, καλά είμαστε”. Και είναι αλήθεια. Άντε και κανένα βρώμικο στη Μαβίλη. Για Μέγαρο (πριν το βρώμικο) φέτος που δεν θα έχουμε και φοιτητικό εισιτήριο, δεν μας βλέπω. Στις πρόβες του Ωδείου Αθηνών, όποιος, ότι, σε καμία τσάμπα συναυλία και τα υπόλοιπα όπως και ότι κάτσει.

Η άλλη μου η φίλη, θέλει να προσπαθήσει να κάνει κι άλλα πράγματα, αλλαγές μεγάλες, αφού δεν τη γεμίζει η δουλειά της και θα τα κάνει, της έχω εμπιστοσύνη. Θα τα καταφέρει. Θα ισορροπήσει, θα πάει μπροστά τον εαυτό της και θα κατορθώσει να κρατάει κι αυτόν που θέλει από το χέρι.

Ο άλλος, ο μουσικός, ο ξενιτεμένος, προσπαθεί μακρυά από τον ήλιο και την οικογένεια του να κάνει ότι καλύτερο μπορεί. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να γυρίσει πίσω. Όχι σε μια χώρα όπου οι ορχήστρες ξεχνάνε να πληρώσουν μουσικούς για 1-2 χρόνια, όπου πρέπει να έχεις μπάρμπα στην Κορώνη για να παίξεις. Κι ας είσαι καλός. Αν έχεις κοννέ και είσαι του Τάδε, ε, δεν θα παίζεις και καλύτερα; Όχι ε; Καλά. Λείπει και ευτυχώς που τώρα με το ίντερνετ μπορώ και του μιλάω μέσω skype. Του στέλνω ένα βιβλίο κι ένα γράμμα με το ταχυδρομείο, ακόμα καλύτερα κι από skype κι ας είναι αργό, ρετρό, είναι αλλιώς. Άλλο πράγμα η εικόνα βέβαια. Αλλά η ανθρώπινη επαφή, ο χθεσινός καφές που ήπιαμε δεν εξαγοράζεται. Με βροχή, στην Πινακοθήκη, ινκόγκνιτο, με την πρώτη βροχή του Σεπτέμβρη. Έτσι πρέπει.



Διαφορετικοί άνθρωποι, ομάδες ανθρώπων, προσωπικότητες, θέλω και πιστεύω σε πολλές περιπτώσεις, άλλη γνώση, κοινή γενιά και καταλήγω, σε αρκετά πράγματα, σε πολλά μάλλον κοινή παιδεία. Η γενιά μας. Μεγάλωσε προστατευμένη από την οικογένεια, μορφώθηκε, πήρε τα καλύτερα, χωρίς να μάθει ποτέ αν ήταν αληθινά. Από γονείς ελεύθερους επαγγελματίες, υπαλλήλους, στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα. Είχαν δουλειά όμως. Και όσοι ήταν και σπουδαγμένοι, με τα μισά που κάναμε εμείς σήμερα, με σίγουρη τις περισσότερες φορές θέση σε αυτό που σπούδασαν. Εμείς δεν είμαστε έτσι, δεν θα βρούμε όλοι δουλειά σε αυτό που θέλουμε, δεν θα κάνουμε τη δουλειά που σπουδάσαμε. Κάποιοι από εμάς αν έχουν δουλειά θα είναι πάρα πολύ τυχεροί.

Επιστρέφω όμως στην ερώτηση των AbOvo. Ποιος, (εκτός από την εκπομπή τους), μπορεί να σώσει τη χώρα; Η γενιά μας, η γενιά μου που θα κληρονομήσει αυτό το ρημαγμένο χωράφι. Σίγουρα θα είναι δύσκολα και ο πάτος ακόμα αργεί. Και θα μας πάρει και μια – δυο μέρες να μην κάνουμε τίποτα, θα κάτσουμε να κλαίμε μέσα στις λάσπες, στο χωράφι, από απελπισία. Αλλά μετά θα πρέπει να σηκωθούμε, να ξεχορταριάσουμε, να οργώσουμε, να σπείρουμε σωστά αυτή τη φορά, όχι όπως οι προηγούμενοι, μπας και φάμε τίποτα. Νέα παιδιά είμαστε, 3 πράγματα θέλουμε για να προχωράμε. Το ένα είναι της ηλικίας και μας περιμένει στη γωνία, το άλλο το έχουμε και το τρίτο όπως και να’ χει είναι το πιο αμφίβολο και δύσκολο. Έρωτας, γνώση και εργασία.

Κι αν μείνουμε με τα 2 από τα 3, αν πιάσουμε τον απόλυτο πάτο, αν μαζευόμαστε σε πλατείες και δεν έχουμε ούτε ένα ευρώ για μια μπύρα, αν συνεχίζουμε να κλαίμε από απελπισία στο δρόμο, να μην σταματήσουμε να αναπνέουμε.

Δεν θα σταματήσουμε να ζούμε. Εγώ δεν θέλω να σταματήσω να ονειρεύομαι. Από ένα καλύτερο αύριο για όλους μας, μέχρι τη ζεστή του αγκαλιά για ύπνο, δεν θα πάψω να ονειρεύομαι. Δεν θα μου το επιτρέψω. Γιατί θα σταματήσω να ζω. Αυτή είναι η ανάσα μου, η ανάσα μας.



Αλλιώς θα παραιτηθούμε και δεν θα τα καταφέρουμε. Μαυρίλα, κατάθλιψη, βούρκος, πηγάδι, πάτος, ναι αλήθεια, όλοι τα βλέπουμε αυτά. Ας προσπαθήσουμε όμως να κρατάει ο ένας τον άλλο από το χέρι. Τώρα έρχονται τα δύσκολα. Αν παραιτηθούμε δεν θα υπάρχει γενιά να ανάψει το κερί, να κάνει ποδήλατο. Θα μείνουμε στάσιμοι. Ψηλά το κεφάλι, δεν θέλει κανείς να το περάσει όλο αυτό, αλλά μάλλον δεν φαίνεται να υπάρχει επιλογή. Είτε εδώ, είτε έξω, ψηλά το κεφάλι και όσο μπορούμε, ο ένας στον άλλο, χαμόγελο. Αποδείχτηκε ότι χαμογελώντας γίνεσαι ευτυχισμένος. Στο χέρι μας είναι, όσο είναι.

Ας μην τους το χαρίσουμε.

Διαβάστε το άρθρο στο maga.gr

4 βιβλία, ίδιο προαύλιο



Σήμερα το πρωί, 12 Σεπτεμβρίου, πρώτη μέρα του νέου σχολικού έτους έκανα μια βόλτα για λίγα λεπτά από το παλιό μου σχολείο. 3 τετράγωνα απ’ το σπίτι,δεν είναι δα και κόπος. Μπήκα από την είσοδο του Δημοτικού, περπάτησα το προαύλιο, έριξα μια ματιά στις αίθουσες, βρήκα μισάνοιχτη την πόρτα του γραφείου των δασκάλων. Φυσικά και από τη γενιά των δικών μου εκπαιδευτικών δεν έχει μείνει κανένας. Τρία κοριτσάκια έπαιζαν, μαυρισμένα από το καλοκαίρι, ανέμελα, οι δάσκαλοι παραδίπλα είχαν κάνει πηγαδάκι και συζητούσαν. Πιάσαμε την κουβέντα.

Δύσκολη για όλους η χρονιά, για τον εκπαιδευτικό, τον μαθητή, το γονιό. Οι δασκάλες είχαν από ένα παιδάκι τουλάχιστον η καθεμία από ότι κατάλαβα, η μία προφανώς θα είχε στην τάξη της το παιδί της άλλης από ότι κατάλαβα. Ντυμένες όμορφα, βαμμένες όλες, πρώτη μέρα σήμερα. Το είχαν ρίξει και λίγο στην πλάκα, μάλλον γιατί τα σχολεία ανοίγουν στη χειρότερη δυνατή συγκυρία, η οικονομία σε κακό χάλι, η ψυχολογία όλων στο πάτωμα, υποδομή μηδέν.



Το σχολείο είναι ακριβώς όπως το άφησα στα μέσα της δεκαετίας του ’90. Αλλάζουν λίγο τα χρώματα στους τοίχους και οι ζωγραφιές. Η εικόνα του είναι μάλλον ρετρό και θλιβερή. “Δεν έχουμε εργαλεία να κάνουμε τη δουλειά μας”, μου είπε η μια από τις δασκάλες. Κι έχει δίκιο. Της μετέφερα την εικόνα από το Πανεπιστήμιο, που την έχω φρέσκια. Κοιτώντας το κτίριο και αναλογιζόμενη ότι όντως δεν έχει αλλάξει και κάτι από τότε που ήμουν εγώ η πιτσιρίκα που τσίριζε στο μωσαϊκό, μάλλον ένοιωσα λίγο καλύτερα για την εικόνα που παρουσιάζει το Πανεπιστήμιο σήμερα. Στους τυφλούς ο μονόφθαλμος.

Εκεί που καθόμαστε στο παγκάκι που συνήθως περιμένουν οι μανάδες τα παιδιά να σχολάσουν, φάνηκε από την ανηφόρα μια μεγαλύτερη κοπέλα, με 4 βιβλία στα χέρια. Θυμήθηκα τις στοίβες που παίρναμε εμείς την πρώτη μέρα. Θυμήθηκα που πρόσεχα να μην πάρω ποτέ το πάνω πάνω βιβλίο, όπως τα έσφιγγε η μπλε κορδέλα, ήταν πάντα τα πιο ταλαιπωρημένα. Την πλησίασα, να της μιλήσω. Ά Λυκείου. Τα μάτια της βαμμένα με σκούρο μολύβι, όμορφη. Της αλλάξανε τμήμα από τις φίλες της και είναι στενοχωρημένη. Κοιτώ τις ράχες των βιβλίων. Ψάχνω με τα μάτια μου κάποιο βασικό μάθημα, Μαθηματικά, Φυσική, Άλγεβρα, Χημεία, κάτι. Τίποτα. Θρησκευτικά, λεξικό λογοτεχνικών όρων και ένα συμπληρωματικό βιβλίο Ιστορίας, με “κείμενα στα Αρχαία” όπως μου είπε η ίδια με παράπονο. Και ένα βιβλίο Αρχαία να σώζει την κατάσταση Η ίδια δεν έδειξε να ενοχλείται ιδιαίτερα.



Απόρησα. Η απάντηση της με αποστόμωσε. “Μα τα παιδιά της Γ’ Λυκείου δεν πήραν τίποτα και τα διώξανε. Αύριο αν δεν τους δώσουν πάλι κανένα σχολικό βιβλίο θα τα ξαναστείλουν σπίτι τους”. Τον Μάη όμως θα τα βάλουν κανονικά και με το νόμο να δώσουν εξετάσεις για να περάσουν στο Πανεπιστήμιο. Εκεί που θα πάρουν κακά συγγράμματα της δεκαετίας του ’80 -’90 σε φωτοτυπίες και κάποιες καλές και επικαιροποιημένες σημειώσεις, ηλεκτρονικά. Κι εγώ τότε κοίταζα να μην είναι το εξώφυλλο της Ιστορίας τσαλακωμένο.

Την είδα να κατεβαίνει την ίδια κατηφόρα που έπαιρνα κάθε χρονιά, φορτωμένη τα προσεκτικά διαλεγμένα βιβλία μου. Ανάλαφρη εκείνη, με τα βιβλία στο ένα χέρι, με γεμάτη τσάντα εγώ και τα υπόλοιπα στην αγκαλιά. Σεπτέμβρης 1999 – Σεπτέμβρης 2011. Αδικία.

Διαβάστε το άρθρο στο maga.gr

Με ένα ξένο αναγνωστικό στα χέρια



Θυμάμαι το 1996, καλοκαίρι, το πρώτο μου ταξίδι στο εξωτερικό. Σουηδία, με ένα πρόγραμμα παγκόσμιων camps, με παιδάκια από όλο τον κόσμο, για παιδάκια από όλο τον κόσμο. Μια ηλικία όλα. Παιδάκι από Γερμανία, Βραζιλία, Ισλανδία, Γαλλία, Αίγυπτο, Αμερική, Νορβηγία, από εμάς, την Ελλάδα και φυσικά τη χώρα που μας φιλοξένησε, τη Σουηδία. Το Linköping είναι μια πόλη 104.232 κατοίκων, 30.000 περίπου λιγότερων από τη Λάρισα. 4 παιδάκια ανά χώρα η αποστολή κι ένας αρχηγός. 6 παιδιά 16 χρονών για να λειτουργούν ηλικιακά ως συνδετικοί κρίκοι, μεταξύ των 11-12χρονων και των αρχηγών. Η Ελληνική αποστολή ήταν ελλειπής, τι πρωτότυπο. 2 κοριτσάκια κι ένα αγοράκι.



Οι 6 Σουηδοί που ήταν το προσωπικό του camp, επέλεξαν τις εγκαταστάσεις ενός Δημοσίου σχολείου λίγο έξω από την πόλη. Όλα ήταν καταπράσινα, μεγάλα γήπεδα ποδοσφαίρου, γήπεδα τένις, στίβος και σε απόσταση αναπνοής μια λίμνη, παράδεισος. Το σχολείο σύγχρονο, πεντακάθαρο. Με θυμάμαι να κοιτάξω τον μαγνητικό πίνακα της τάξης όλο θαυμασμό. Και γράφεις, και κολλάς πράγματα. Φοβερό. Είπαμε, 1996. Από το δικό μου κτίριο με τα συστεγαζόμενα Δημοτικά, Νηπιαγωγεία, το Γυμνάσιο και το Ειδικό σχολείο, διπλοβάρδιες εννοείται, ήταν ένα σοκ.

Οι τάξεις χρησίμευαν ως υπνοδωμάτια, είχαν απομακρυνθεί τα θρανία και κοιμόμασταν χωριστά τα αγόρια από τα κορίτσια, ανάμεικτες οι χώρες. Πολύ όμορφα. Επίσης, λόγω γεωγραφικού πλάτους, δεν πολυνύχτωνε. Είχαμε λοιπόν πολύ σκούρες κουρτίνες και στόρια. Συσκότισις και ύπνο. Τα μεσογειακά μου μάτια όμως δεν έκλειναν το ίδιο εύκολα, αν συνηθίσεις στο πισσοσκόταδο, δεν σε παίρνει ο ύπνος πολύ εύκολα. Και τι να κάνεις; Μα τι άλλο; Θα διαβάσεις! Έλα που δεν είχα και τίποτε φοβερό μαζί μου να διαβάσω. Σηκώθηκα από το κρεβάτι, έβαλα παντοφλίτσες και πήγα στη βιβλιοθήκη εντός της τάξεως. Τέντωσα τα δάχτυλα των ποδιών, να φτάνω. Τι να δω; Αναγνωστικό πρώτης Δημοτικού, δευτέρας Δημοτικού, τρίτης Δημοτικού, Γραμματική, Μαθηματικά, Γεωγραφία, της Παναγιάς τα μάτια.

Όχι μια κόπια, αλλά καμία 20αριά αντίγραφα το κάθε ένα. Χαμογέλασα και κατέβασα το βιβλίο της πρώτης τάξης. Άρχισα να διαβάζω με μανία. Πήγα κοντά στο παράθυρο, μέχρι τις 3 το πρωί ήταν σαν απόγευμα έξω, οπότε έβλεπα μια χαρά. Τα βιβλία δεν ήταν mint, καινούρια, αλλά ούτε κακομεταχειρησμένα. Την άλλη μέρα, πήγα στην Kia και την Karin, και τις ρώτησα γιατί τα παιδάκια δεν παίρνουν μαζί τους τα βιβλία όταν τελειώσει το διδακτικό έτος. “Μα, τα βιβλία πάντοτε μένουν στο σχολείο. Ο κάθε μαθητής είναι υπεύθυνος να κρατά τα βιβλία στην καλύτερη δυνατή κατάσταση. Τελειώνει το διδακτικό έτος και το βιβλίο επιστρέφεται στο σχολείο, με ευθύνη του μαθητή”, απάντησαν.



Τότε ήρθε στο μυαλό μου το βιβλίο της Ιστορίας, το οποίο παρά το ντύσιμο που του είχα κάνει είχε κοπεί σε τεύχη, όχι επίτηδες. Τα βιβλία του ΟΕΔΒ πάντα έσπαγαν στη ράχη τους, σαν πρόχειρα μπλοκ Α4 αν ήταν από κάποιες σελίδες και επάνω. Τα έντυνες δεν τα έντυνες, τα πρόσεχες δεν τα πρόσεχες, κάποια ήταν καταδικασμένα απ’ την αρχή. Τα βιβλία του σχολείου στη Σουηδία έμοιαζαν 2-3 ετών. Και ήταν καθαρά, δεν ήταν τσαλακωμένα, δεν ήταν σκισμένα. Μάθαμε δηλαδή παραπάνω από 3 παιδάκια την προσωπική αντωνυμία από αυτό το ένα αντίγραφο. Jag, du, han/he, vi, ni, de.

Και τα θυμάμαι ακόμα και σήμερα. Καλύτερη ποιότητα, ήταν ραμμένα τα βιβλία, βιβλιοδεσία κανονική, με κόλλα βέβαια στη ράχη, αλλά κανένα δεν ήτανε σκισμένο, ούτε σε κομμάτια. Τα πρόσεξα σαν κόρη οφθαλμού. Τα καταβρόχθισα τις 4 εβδομάδες που μέναμε στο Vibraskolan. Σ’ αυτό το σχολείο, στην Σουηδική Λάρισα, σ’ αυτό το Δημόσιο σχολείο, με το μεγάλο και πεντακάθαρο γυμναστήριο, τα πεντακάθαρα ντους, την τραπεζαρία και την κουζίνα που ντρέπεσαι να πατήσεις, το κτίριο που δεν διανοείτο μαθητής ή εξωσχολικός να γράψει “Βρασίδα σ’ αγαπώ”, ή “Vrasidas jag älskar dig”, αν προτιμάτε. Δεν είναι τόσο εύηχο σαν το δικό μας, αλλά τι να κάνεις, έτσι το λένε οι άνθρωποι.

Και εκτός από την θαυμαστή υποδομή και τις κούπες με το logo του Δημοσίου σχολείου, ναι ναι, το κάθε σχολείο είχε κάτι σαν “εταιρική ταυτότητα”, είχαν και βιβλία. Και για το περσινό και για το φετινό διδακτικό έτος, αλλά και για μένα που έτυχε να βρεθώ και να φιλοξενηθώ εκεί. Στη Λάρισα. Που το σχολείο δίνει την ευκαιρία στους μαθητές να συζητούν με τους δασκάλους δυνατότητες εξατομίκευσης της εκπαίδευσης, με ένα εκπαιδευτικό σύστημα που σπρώχνει το μαθητή να προτείνει τι παραπάνω θα ήθελε να διδαχτεί και πως. Δεν κάνουν τα μαθηματικά επιπέδου που κάνουμε εμείς, ναι, το επίπεδο μας στις θετικές επιστήμες στο Λύκειο θεωρείται υψηλό για τις σκανδιναβικές χώρες. Δεν βοηθά 100% τους προικισμένους μαθητές ως σύστημα, αλλά οι Σουηδοί προτιμούν να είναι το σύστημα πιο κοντά στα παιδιά που δεν θα λάβουν επιπλέον βοήθεια από το σπίτι για να διαβάσουν. Αυτό όμως είναι άλλο θέμα.



Δεν ζητώ να κάνουμε άλλο ένα κακό copy – paste από ένα ξένο εκπαιδευτικό σύστημα. Κάθε άλλο. Γιατί όμως δεν δοκιμάζουμε ένα άλλο σύστημα παροχής δωρεάν σχολικών βιβλίων, με υποχρέωση των μαθητών να τα επιστρέφουν; Από τα χρήματα που θα εξοικονομήσει το κράτος θα μπορέσει να βελτιώσει ίσως την υποδομή, να προσλαμβάνει όσους δασκάλους χρειάζονται πραγματικά και το πιο βασικό, κανένα παιδί δεν θα θεωρεί πια δικαίωμα να σκίζει και να καίει τα βιβλία του έξω από το σχολείο μόλις τελειώσουν οι εξετάσεις. Ντρέπομαι πραγματικά όταν αντικρίζω απόσπασμα από θεώρημα ή σκισμένη πειραματική διάταξη από βιβλία Φυσικής, τη μισή 3η κλίση από τη Γραμματική των Αρχαίων Ελληνικών. Γιατί τότε θυμάμαι την Kia να με εξετάζει, καθισμένη στο πεζούλι με τον Mattias, που ήταν καθηγητής Ιστορίας σε σχολείο.

-Irene, kommer du från Sverige?
-Nej, jag kommer inte från Sverige.
-Varifrån kommer du?
-Jag kommer från Grekland.
-Μycket bra!

Διαβάστε το άρθρο στο maga.gr

Ελεύθερη βούληση. Είναι τελικά πλάνη;


  



Πρέπει να ομολογήσω την αγάπη μου για την άχρηστη πληροφορία. Αυτή με έσπρωξε ως εδώ άλλωστε και με αφορμή το τελευταίο άρθρο του εκδότη του Nature Podcast, στο οποίο παρουσιάζεται ένα πολύ ενδιαφέρον κι όχι τόσο περίπλοκο πείραμα, σας καλώ να βουτήξουμε μαζί στην περιπέτεια της επιστήμης.
Αφορμή λοιπόν η παρουσίαση του πειράματος του J. D. Haynes, νευροεπιστήμονα στο Bernstein Center for Computational Neuroscience στο Βερολίνο.

Εθελοντές, γράμματα στην οθόνη, διακόπτης στον αριστερό και δεξιό δείκτη. Όλα αυτά σε έναν fMRI τομογράφο, δηλαδή έναν πιο εξειδικευμένο μαγνητικό τομογράφο. Όπως εναλλάσσονται τα γράμματα στην οθόνη, ο εθελοντής παρακολουθείται ως προς την εγκεφαλική του δραστηριότητα, καλούμενος να αποφασίσει και να πατήσει όποτε το επιθυμεί τον διακόπτη με τον αριστερό ή δεξιό δείκτη. Απεδείχθη λοιπόν ότι ο εγκέφαλος είχε ήδη αποφασίσει έως και 7 δευτερόλεπτα νωρίτερα από τον χρόνο ενσυνείδητης αντίδρασης του ατόμου.
Αυτό με τη σειρά του, ουσιαστικά αποδεικνύει ότι μπορεί να έχουμε πλασματική αντίληψη της επιλογής. Για παράδειγμα, σε ένα μαγαζί με ρούχα, το αν θα επιλέξει κανείς να αγοράσει ένα μαύρο ή ένα μπλε μπλουζάκι μπορεί να έχει “αποφασιστεί” από τον ίδιο του τον εγκέφαλο πριν ο ίδιος ο άνθρωπος καν θελήσει να πάρει αυτή την απόφαση. Από τη μεριά της νευροεπιστήμης, δεν είναι η πρώτη φορά που η έρευνα δείχνει ότι η ακούσια δραστηριότητα του εγκεφάλου προηγείται της ενσυνείδητης αντίδρασης. Ήδη από το 1980, ο B. Libet του University of California στο Σαν Φρανσίσκο, δημοσίευσε ότι η καταγεγραμμένη εγκεφαλική δραστηριότητα προηγείτο της θέλησης κατά αρκετές εκατοντάδες milliseconds.



Του ασκήθηκε τότε μεγάλη κριτική, ότι οι συνθήκες του πειράματος, το ρολόι που παρατηρούσαν οι εθελοντές τους αποσπούσε την προσοχή και έτσι δεν διασφαλιζόταν το ασφαλές της παρατήρησης. Η επανάληψη του εγχειρήματος από τον Haynes το 2008, συνέχισε να μην πείθει το σύνολο της επιστημονικής κοινότητας, παρ’ όλο που το να διαλέξει κανείς με το ποιο δείκτη θα πατήσει το διακόπτη φαντάζει πιο απλοϊκό ως επιλογή από το τι χρώμα ρούχο θα αγοράσει και τι καφέ θα πιει.

Αναμενόμενο βέβαια, αλλά είναι επιστήμονες οι οποίοι προσπαθούν να διεισδύσουν στα άδυτα του εγκεφάλου και να ανακαλύψουν τι συμβαίνει όταν λαμβάνονται αποφάσεις, πως λειτουργεί τελικά αυτό το εκλεπτυσμένο όργανο. Απάντηση στην ανθρώπινη περιέργεια, εργαλείο για την αντιμετώπιση νευρολογικών ασθενειών οι οποίες υποβαθμίζουν την ποιότητα ζωής εκατομμυρίων ανθρώπων σε όλο τον κόσμο, αλλά όχι μόνον. Αιώνιο πεδίο μάχης μεταξύ φιλοσοφίας και επιστήμης.



Νους και εγκέφαλος είναι τελικά το ίδιο; Είναι ο εγκέφαλος άλλο ένα όργανο, ή είναι όργανο “state of the art” και δεν υπακούει στα σκληρά ντετερμινιστικά πρότυπα της επιστήμης;

Όταν δε έρχεται η επιστήμη να κλωτσήσει την καρδάρα με το γάλα των φιλοσόφων, αμφισβητώντας την ύπαρξη ουσιαστικά της ελεύθερης βούλησης, τότε τα πράγματα αγριεύουν. Κι όσο αγριεύουν, τόσο πιο ενδιαφέροντα γίνονται. Ή ακόμη, αφού η αμφισβήτηση είναι πια στο τραπέζι, οι φιλόσοφοι φοβούνται ίσως τη μέρα που μια τομογραφία εγκεφάλου θα μπορεί να προβλέψει τις πράξεις του καθένα κι εάν ο άνθρωπος δεν έχει ελεύθερη βούληση, πόσο υπεύθυνος είναι για τις αποφάσεις του, άρα και για τις πράξεις του; Ίσως σε αυτό το επίπεδο η επιστήμη είναι η μόνη η οποία να μπορεί να δώσει τις απαντήσεις, να τραβήξει μια κόκκινη γραμμή, πέρα από την οποία η ελεύθερη βούληση είναι γενετικός προγραμματισμός και βιοχημικές αντιδράσεις.



Προσωπικά εύχομαι να παραμείνει η βεβαιότητα της επιστήμης στο 80% για το κατά πόσον ισχύουν όλα αυτά. Ούτε παραπάνω, ούτε παρακάτω.

Να παραμένει η μαγεία του αγνώστου και η ανάγκη της ανακάλυψης, κινητήρια δύναμη της προόδου στην επιστήμη αλλά και για έναν άλλο λόγο. Γιατί τότε ίσως το να πηγαίνεις για ψώνια με την κολλητή σου για να σε βοηθήσει να διαλέξεις μπλούζα και οι ματιές ενός ζευγαριού όταν παραγγέλνει στο εστιατόριο κοιτώντας στον κατάλογο τις σαλάτες, να πάψουν να έχουν τόση πλάκα.

Διαβάστε το άρθρο στο maga.gr

Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2011

Δε θα σας διαβάσω. Αρνούμαι.

"Εθελοτυφλούν όσοι πιστεύουν ότι η Ελλάδα δεν διατρέχει κίνδυνο."

"Ο πρώην Πρωθυπουργός, Κώστας Σημίτης κρούει τον κώδωνα του κινδύνου"

"Η χώρα πάει κατά διαόλου". 

"Καμπανάκι Σημίτη για το ευρώ".

Ότι τι, εξέφρασε χτες άποψη ο Σημίτης και πρέπει να τη διαβάσω ως άλλη νουθεσία σοφού; Μετά Χριστόν προφήτης και δεν είναι μόνος. Χτες συζητούσαμε, αλήθεια πόσο καιρό έχει να μιλήσει η Βάσω Παπανδρέου; Να μου πεις η Βάσω είναι άλλη κατηγορία. Το χώσιμο σε ανύποπτο χρόνο είναι το σπεσιάλ του καταστήματος από την εποχή που ζούσε ο μακαρίτης ο Αντρέας.

Το έκανε και όταν βγήκε το ΠΑΣΟΚ το 2009, πήγε στον Παπακωνσταντίνου και του είπε πάρε μέτρα όσο είναι καιρός και ο άλλος κοίταζε σαν ούφο. Ποια η ένσταση μου σε όλη αυτή την ιστορία; Όλοι αυτοί οι πολιτικοί άνδρες και γυναίκες που σημάδεψαν την πολιτική σκηνή της χώρας από την "αλλαγή του '81" και μετά, ενώ κάποιοι από αυτούς που δεν έχουν αποκτηνωθεί από όλες αυτές τις καρέκλες, τα χαρτοφυλάκια και τα φράγκα ΄διαθέτουν διαύγεια πνεύματος και σκέψης, διορατικότητα και άλλα κάτι τέτοια; Αντί να δρουν ανοιχτά και να προτείνουν λύσεις στα προβλήματα όσο είναι νωρίς, όσο είναι καιρός και ακόμα καλύτερα όταν έχουν οι ίδιοι εξουσία στα χέρια τους, περιμένουν την άμπωτη, να κάτσει η σκόνη, να πάρει άλλος την καυτή πατάτα και να πάνε μετά κουνώντας το δάχτυλο και να πούνε "στα' λεγα εγώ, τα κάνατε σαν τα μούτρα σας".

Δεν δέχομαι τέτοια συμπεριφορά από έναν πρώην Πρωθυπουργό. Να βγαίνει την ύστατη στιγμή να αναγνωρίσει ότι η χώρα πάει κατά διαόλου, από τη στιγμή που όταν ο ίδιος ήταν απόλυτος κυρίαρχος του παιχνιδιού ήταν μέρος του προβλήματος. Ακόμη και μικροκομματικά συμφέροντα να μην υπάρχουν στη μέση, τέτοιου είδους συμπεριφορές, από τον Σημίτη σήμερα, από τον Καραμανλή αύριο, είναι πολιτικά χυδαίες και προσβάλλουν τον πολίτη και τη μνήμη του.

Γι' αυτό κι εγώ κ. Σημίτη δεν θα σας κάνω τη χάρη.
Δε θα σας διαβάσω. Αρνούμαι.